διαρροή

διαρροή
η
1. το να διαρρέει κάτι
2. εκροή, ροή μέσα από κάτι ή έξω από κάτι, διαφυγή, απώλεια (υγρού ή αερίου)
3. χύσιμο
4. διαφυγή, διασκορπισμός (στρατεύματος, χρημάτων, οπαδών κ.λπ.)
αρχ.
αγωγός, σωλήνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαρροή — η 1. διαφυγή υγρού ή εκροή αερίου: Η έκρηξη οφείλεται σε διαρροή υγραέριου. 2. βαθμιαία διαφυγή: Έγινε διαρροή παικτών από τη μια ομάδα στην άλλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαρροήν — διαρροή channel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Понос — Диарея (от греч. διαρροή истечение) патологическое состояние, при котором у больного наблюдается учащённая дефекация, при этом стул становится водянистым. В странах третьего мира диарея является частой причиной младенческой смертности: более 1,5… …   Википедия

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • διαφυγή — η (AM διαφυγή) γλυτωμός νεοελλ. (για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων) μσν. καταφυγή*, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • διεκροή — η [διεκρέω] διαρροή, διαφυγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”